μπάους

μπάους
άγρια μορφή που χρησιμοποιείται ως φόβητρο τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bau].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ταμάγιο ι Μπάους — (Tamayo y Baus, Μαδρίτη 1829 – 1898). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, έζησε μέσα στο περιβάλλον του θεάτρου και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μάικεθ, ενός από τους πιο φημισμένους ηθοποιούς της ρομαντικής εποχής. Είναι μια εξαιρετική… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”